- αφτιασίδωτος
- και αφκιασίδωτος ή αφτειασίδωτος και αφκειασίδωτος, -η, -οαυτός που δεν έχει φτιασιδωθεί ή καλλωπιστεί, ο αμακιγιάριστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αφτιασίδωτος, -η — ο βλ. αφκιασίδωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άβαφος — και άβαφτος, η, ο [βάφω] 1. ο δίχως βαφή, αχρωμάτιστος 2. ο δίχως φτιασίδια, αφτιασίδωτος 3. ο άβαπτος* … Dictionary of Greek
αμακιγιάριστος — η, ο [μακιγιάρω] 1. αυτός που δεν έχει μακιγιαριστεί, αφτιασίδωτος 2. αυτός που έχει τη φυσική του όψη, γνήσιος, πραγματικός, ατόφιος … Dictionary of Greek
αφκιασίδωτος — βλ. αφτιασίδωτος … Dictionary of Greek
αμακιγιάριστος — η, ο (λ. γαλλ.), αυτός που δεν είναι μακιγιαρισμένος, αφτιασίδωτος: Δύσκολα να συναντήσεις σήμερα γυναίκα αμακιγιάριστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφκιασίδωτος — αφκιασίδωτος, η, ο και αφτιασίδωτος, η, ο αυτός που δεν είναι φκιασιδωμένος: Λίγες γυναίκες σήμερα είναι αφκιασίδωτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)